- θερμόλουτρο(ν)
- το тёплая воина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θερμόλουτρο — το λουτρό με θερμό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + λουτρό. Η λ. στον λόγιο τ. θερμόλουτρον μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
θερμόλουτρο — το το θερμό λουτρό, το ζεστό μπάνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek
χαμάμ — χαμάμ, το και χαμάμι, το (λ. τουρκ.) 1. θερμόλουτρο σε ξερό και θερμό αέρα που συνοδεύεται από μαλάξεις και πλύσεις με νερό, τουρκικό λουτρό. 2. ο χώρος όπου γίνονται τουρκικά λουτρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)